• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

θήγω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : θίγω

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αρχαία ελληνικά (grc)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Παράγωγα
      • 1.2.3 Εκφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
θήγω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰāg-u-

Ρήμα

επεξεργασία

θήγω

  1. ακονίζω, οξύνω
    ≈ συνώνυμα: ἀκονάω, ὀξύνω
  2. (μεταφορικά) παροτρύνω
    ≠ αντώνυμα: πραΰνω, ἡμερόω, ἡρεμέω

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • δωρικός τύπος : θάγω

Παράγωγα

επεξεργασία
  • θηγκάνω
  • θηγκάνη
  • θηγαλέος
  • θηκτός
  • ἄθηκτος

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • «ἔθος ἐστί τοῖς συσίν δρυί τούς ὀδόντα θήγειν» Αισώπου Μύθοι «Συς και αλώπηξ».
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=θήγω&oldid=5266194"
Τελευταία επεξεργασία στις 24 Σεπτεμβρίου 2021, στις 03:11

Γλώσσες

    • Français
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 24 Σεπτεμβρίου 2021, στις 03:11.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας