Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀκονάω < ἀκόνη

ἀκονάω-ἀκονῶ

  1. ακονίζω όπλα ή εργαλεία
  2. (μεταφορικά) ακονίζω τη γλώσσα, οξύνω, ερεθίζω, θίγω