Ετυμολογία

επεξεργασία
ακονίζω < μεσαιωνική ελληνική ακονίζω < αρχαία ελληνική ἀκονάω < ἀκόνη[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.koˈni.zo/
 
ακονίζοντας μαχαίρια

ακονίζω

  1. οξύνω την κόψη μαχαιριού ή εργαλείου, το κάνω πιο μυτερό
  2. οξύνω κάτι μυτερό, ειδικά δόντια ή νύχια
    αρέσει στις γάτες μου να ακονίζουν τα νύχια τους στον καναπέ
  3. (μεταφορικά) ετοιμάζομαι για επίθεση
  4. (μεταφορικά) βελτιώνω τις διανοητικές μου ικανότητες
    ακονίζω το μυαλό μου κάνοντας σταυρόλεξα
     συνώνυμα: εξασκώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Κέντρο Λεξικολογίας, 2005), σελ. 104