Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ακονισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ακονισμέν
ος
η
ακονισμέν
η
το
ακονισμέν
ο
γενική
του
ακονισμέν
ου
της
ακονισμέν
ης
του
ακονισμέν
ου
αιτιατική
τον
ακονισμέν
ο
την
ακονισμέν
η
το
ακονισμέν
ο
κλητική
ακονισμέν
ε
ακονισμέν
η
ακονισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ακονισμέν
οι
οι
ακονισμέν
ες
τα
ακονισμέν
α
γενική
των
ακονισμέν
ων
των
ακονισμέν
ων
των
ακονισμέν
ων
αιτιατική
τους
ακονισμέν
ους
τις
ακονισμέν
ες
τα
ακονισμέν
α
κλητική
ακονισμέν
οι
ακονισμέν
ες
ακονισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ακονισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ακονίζω
Μετοχή
επεξεργασία
ακονισμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ακονίζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακονισμένος
αγγλικά
:
sharpened
(en)
γαλλικά
:
aiguisé
(fr)
,
affûté
(fr)