Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
aiguisé
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
γένος
ενικός
πληθυντικός
αρσενικό
aiguisé
aiguisés
θηλυκό
aiguisée
aiguisées
Επίθετο
επεξεργασία
aiguisé
(fr)
κοφτερός
,
ακονισμένος