ακονιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ακονιστικός
- κατάλληλος για ακόνισμα ή που έχει σχέση μ’ αυτό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ακονίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακονιστικός
|
ακονιστικός
|