Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακόνισμα τα ακονίσματα
      γενική του ακονίσματος των ακονισμάτων
    αιτιατική το ακόνισμα τα ακονίσματα
     κλητική ακόνισμα ακονίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακόνισμα < (ακονίζω), ακόνισ(α) + -μα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈko.ni.zma/
 
ακόνισμα μαχαιριού

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακόνισμα ουδέτερο

  1. η πράξη με την οποία η αιχμή ενός αντικειμένου γίνεται πολύ κοφτερή
  2. (μεταφορικά) άσκηση πνευματικών δεξιοτήτων
    η λύση σταυρόλεξων βοηθάει στο ακόνισμα του μυαλού μου

  Μεταφράσεις επεξεργασία