aiguisage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- aiguisage < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
aiguisage | aiguisages |
aiguisage (fr) αρσενικό
- το ακόνισμα
ενικός | πληθυντικός |
aiguisage | aiguisages |
aiguisage (fr) αρσενικό