Ετυμολογία

επεξεργασία
aiguisage < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /?/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
aiguisage aiguisages

aiguisage (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία