ἀκόνη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀκόνη | αἱ | ἀκόναι |
γενική | τῆς | ἀκόνης | τῶν | ἀκονῶν |
δοτική | τῇ | ἀκόνῃ | ταῖς | ἀκόναις |
αιτιατική | τὴν | ἀκόνην | τὰς | ἀκόνᾱς |
κλητική ὦ! | ἀκόνη | ἀκόναι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκόνᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀκόναιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαἀκόνη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀκόνη θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- ἀκόνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀκόνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.