• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ακονητής

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ἀκονητής

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακονητής οι ακονητές
      γενική του ακονητή των ακονητών
    αιτιατική τον ακονητή τους ακονητές
     κλητική ακονητή ακονητές
όπως «νικητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ακονητής < αρχαία ελληνική ἀκονητής

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ακονητής αρσενικό

  • ο ακονιστής, ο τροχιστής

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ακονητής
  • → δείτε τη λέξη ακονιστής
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ακονητής&oldid=3734854"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Απριλίου 2017, στις 18:48

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Απριλίου 2017, στις 18:48.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie