ἀκονητής
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀκονητής | οἱ | ἀκονηταί |
γενική | τοῦ | ἀκονητοῦ | τῶν | ἀκονητῶν |
δοτική | τῷ | ἀκονητῇ | τοῖς | ἀκονηταῖς |
αιτιατική | τὸν | ἀκονητήν | τοὺς | ἀκονητᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ἀκονητᾰ́ | ἀκονηταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκονητᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀκονηταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀκονητής αρσενικό