Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ἀκονῶ

  • συνηρημένος τύπος του ἀκονάω (α΄πρόσωπο οριστικής και υποτακτικής ενεστώτα)