Δείτε επίσης: ἐπεμβαίνω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επεμβαίνω < αρχαία ελληνική ἐπεμβαίνω < ἐπί + ἐμβαίνω < ἐν + βαίνω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική intervenir)

επεμβαίνω

  1. ενεργώ προκειμένου να αλλάξω ή να επηρεάσω κάτι (μια κατάσταση κ.λπ.)
  2. (κατ’ επέκταση) αναμειγνύομαι σε ξένες υποθέσεις

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία