Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επεμβατισμός οι επεμβατισμοί
      γενική του επεμβατισμού των επεμβατισμών
    αιτιατική τον επεμβατισμό τους επεμβατισμούς
     κλητική επεμβατισμέ επεμβατισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επεμβατισμός < επεμβατικός + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική interventionisme)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.peɱ.va.tiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πεμ‐βα‐τι‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επεμβατισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία