Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επεμβατικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επεμβατικ
ός
η
επεμβατικ
ή
το
επεμβατικ
ό
γενική
του
επεμβατικ
ού
της
επεμβατικ
ής
του
επεμβατικ
ού
αιτιατική
τον
επεμβατικ
ό
την
επεμβατικ
ή
το
επεμβατικ
ό
κλητική
επεμβατικ
έ
επεμβατικ
ή
επεμβατικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επεμβατικ
οί
οι
επεμβατικ
ές
τα
επεμβατικ
ά
γενική
των
επεμβατικ
ών
των
επεμβατικ
ών
των
επεμβατικ
ών
αιτιατική
τους
επεμβατικ
ούς
τις
επεμβατικ
ές
τα
επεμβατικ
ά
κλητική
επεμβατικ
οί
επεμβατικ
ές
επεμβατικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
επεμβατικός
<
επεμβαίνω
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
επεμβατικός
που έχει
σχέση
με
επέμβαση
, συντελεί ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
επεμβατικά
→
δείτε
τις λέξεις
επεμβαίνω
και
βαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επεμβατικός