αναμειγνύομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναμειγνύομαι < παθητική φωνή του ρήματος αναμειγνύω
Ρήμα επεξεργασία
αναμειγνύομαι, παθητική μετοχή αναμεμειγμένος
Δείτε επίσης αναμειγνύω, αναμιγνύομαι, αναμιγνύω
Κλίση επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη αναμειγνύω