Ετυμολογία

επεξεργασία
αναμειγνύομαι < παθητική φωνή του ρήματος αναμειγνύω

αναμειγνύομαι, παθητική μετοχή αναμεμειγμένος

Δείτε επίσης αναμειγνύω, αναμιγνύομαι, αναμιγνύω

→ δείτε τη λέξη  αναμειγνύω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία