Ετυμολογία

επεξεργασία
se mêler < mêler

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sə‿me.le/

se mêler (fr)

  1. ανακατεύομαι, αναμιγνύομαι, γίνομαι λιγότερο καθαρός
  2. se mêler de: ανακατεύομαι με κάτι, ασχολούμαι, επεμβαίνω

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη mêler