se mêler
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- se mêler < mêler
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαse mêler (fr)
- ανακατεύομαι, αναμιγνύομαι, γίνομαι λιγότερο καθαρός
- se mêler de: ανακατεύομαι με κάτι, ασχολούμαι, επεμβαίνω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη mêler