Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανακατεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος ανακατεύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.na.kaˈte.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐κα‐τεύ‐ο‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

ανακατεύομαι, π.αόρ.: ανακατεύτηκα, μτχ.π.π.: ανακατεμένος, (ενεργ.: ανακατεύω)

  1. → δείτε σημασίες και κλίση στην ενεργητική φωνή 
  2. χάνομαι μέσα στο πλήθος
  3. ασχολούμαι με κάτι
    τώρα τελευταία ανακατεύεται με τα πολιτικά
  4. επεμβαίνω σε υποθέσεις που δεν με αφορούν
    γιατί ανακατεύεσαι στα προσωπικά μου;
  5. νιώθω αναγούλα, ένα δυσάρεστο αίσθημα στο στομάχι σαν να μου έρχεται εμετός
     συνώνυμα: ανακατώνομαι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία