ανακατεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανακατεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος ανακατεύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.na.kaˈte.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐κα‐τεύ‐ο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαανακατεύομαι, π.αόρ.: ανακατεύτηκα, μτχ.π.π.: ανακατεμένος, (ενεργ.: ανακατεύω)
- → δείτε σημασίες και κλίση στην ενεργητική φωνή
- χάνομαι μέσα στο πλήθος
- ασχολούμαι με κάτι
- ↪ τώρα τελευταία ανακατεύεται με τα πολιτικά
- επεμβαίνω σε υποθέσεις που δεν με αφορούν
- ↪ γιατί ανακατεύεσαι στα προσωπικά μου;
- νιώθω αναγούλα, ένα δυσάρεστο αίσθημα στο στομάχι σαν να μου έρχεται εμετός
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ανακατεύω