Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναγούλα οι αναγούλες
      γενική της αναγούλας
    αιτιατική την αναγούλα τις αναγούλες
     κλητική αναγούλα αναγούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναγούλα < αναγουλιάζω + (αναδρομικός σχηματισμός)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.naˈɣu.la/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναγούλα θηλυκό

  1. τάση για εμετό
    όταν είδε την ψόφια γάτα, της ήρθε αναγούλα και έφυγε τρέχοντας
  2. απέχθεια για κάτι που δεν εγκρίνεις και σου προκαλεί αηδία
    η συμπεριφορά του είναι τόσο γλοιώδης που μου προκαλεί αναγούλα

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία