Ετυμολογία

επεξεργασία
αναγουλιάζω < ανα- + μεσαιωνική ελληνική γούλα + -ιάζω < λατινική gula (λαιμός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷel- (λαιμός)

αναγουλιάζω

  1. μου έρχεται αναγούλα
  2. αηδιάζω (ηθικά)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία