• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

gula

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ινδονησιακά (id)
    • 1.1 Ουσιαστικό
  • 2 Λατινικά (la)
    • 2.1 Ουσιαστικό
      • 2.1.1 Παράγωγες λέξεις
      • 2.1.2 Απόγονοι
    • 2.2 Πηγές
  • 3 Μαλαϊκά (ms)
    • 3.1 Ουσιαστικό
  • 4 Σουνδανικά (su)
    • 4.1 Ουσιαστικό

Ινδονησιακά (id)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

gula (id)

  • η ζάχαρη



Λατινικά (la)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

gula (la) θηλυκό

  1. (ανατομία) φάρυγγας, λαιμός
  2. η όρεξη, λαιμαργία

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία

  • gulosus

ΑπόγονοιΕπεξεργασία

gula (λατινικά)

↷ μεσαιωνικά ελληνικά: γούλα
⇒ νέα ελληνικά: γούλα

  ΠηγέςΕπεξεργασία

  • «gula» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.



Μαλαϊκά (ms)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

gula (ms)

  • η ζάχαρη



Σουνδανικά (su)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

gula (su)

  • η ζάχαρη
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=gula&oldid=5337846"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Νοεμβρίου 2021, στις 14:52
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Νοεμβρίου 2021, στις 14:52.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie