Ετυμολογία

επεξεργασία
gulosus < gul(a) + ōsus

  Επίθετο

επεξεργασία

gulōsus (la), -a, -um

Απόγονοι

επεξεργασία

gulosus (λατινικά)

ιταλικά: gοlosο
νέα ελληνικά: γουλόζος