λαίμαργος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λαίμαργος < αρχαία ελληνική λαίμαργος < λαιμός + μάργος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈle.maɾ.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λαί‐μα‐ργος
Επίθετο
επεξεργασία
λαίμαργος, -η, -ο
- που δε χορταίνει να τρώει, που έχει ακόρεστη όρεξη για φαγητό
- που τρώει με μεγάλη ταχύτητα και βουλιμία
- (μεταφορικά) που έχει απληστία και δεν ικανοποιείται εύκολα
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- λαίμαργος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λαίμαργος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.