βουλιμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βουλιμία < αρχαία ελληνική βουλιμία / βούλιμος < βοῦς + λιμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβουλιμία θηλυκό
- η λαιμαργία, η υπερβολική επιθυμία για κατανάλωση φαγητού και ικανοποίηση της ανάγκης για τροφή
- Η Δήμητρα πεινούσε τόσο πολύ, ώστε καταβρόχθισε με βουλιμία όλο το μουσακά, προτού προλάβει η μαμά να κάτσει για φαγητό.