βοῦς
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
βου- | |||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | βοῦς | οἱ/αἱ | βόες | |
γενική | τοῦ/τῆς | βοός | τῶν | βοῶν | |
δοτική | τῷ/τῇ | βοΐ | τοῖς/ταῖς | βουσῐ́(ν) | |
αιτιατική | τὸν/τὴν | βοῦν | τοὺς/τὰς | βοῦς | |
κλητική ὦ! | βοῦ | βόες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βόε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | βοοῖν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'βοῦς' όπως «βοῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βοῦς < πρωτοελληνική *gʷous < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷōus
- Συγγενή: λατινική bos, σανσκριτική गो (gó), αγγλική cow, γερμανική Kuh, γαλλική bœuf
Ουσιαστικό Επεξεργασία
βοῦς αρσενικό ή θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) το βόδι, η αγελάδα
- ↪ ἁρπάζοντε βόας καὶ ἴφια μῆλα - αρπάζοντας βόδια και παχιά αρνιά (Ιλιάδα Ε 556)
Σημειώσεις Επεξεργασία
Διαλεκτικοί κλιτικοί τύποι:
- Αιτ εν.: βοῦν, βῶν (πχ Ιλιάδα Η 238), βόα
- Ονομ.πληθ: σπάνιος συνηρημένος τύπος βοῦς
- Γεν. πληθ.: βῶν, βουῶν
- Δοτ.πλ.: βουσί, βόεσσι, βοσί, βούεσσι
- Αιτ. πλ.: βόας (ομηρικό και μεταγενέστερο), βοῦς
Πηγές Επεξεργασία
- βοῦς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βοῦς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.