Δείτε επίσης: Βουκαῖος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βουκαῖος οἱ βουκαῖοι
      γενική τοῦ βουκαίου τῶν βουκαίων
      δοτική τῷ βουκαί τοῖς βουκαίοις
    αιτιατική τὸν βουκαῖον τοὺς βουκαίους
     κλητική ! βουκαῖε βουκαῖοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βουκαίω
γεν-δοτ τοῖν  βουκαίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βουκαῖος < βοῦκ(ος) + -αῖος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βουκαῖος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  1. αγελαδάρης, βουκόλος
    ※  2ος πκε αιώνας Νίκανδρος ὁ Κολοφώνιος Θηριακά, στ. 5, @scaife.perseus
    βουκαῖός τ’ ἀλέγοι καὶ ὀροιτύπος, εὖτε καθ’ ὕλην
  2. που οργώνει το χωράφι με βόδια