βουκαῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | βουκαῖος | οἱ | βουκαῖοι | ||||
γενική | τοῦ | βουκαίου | τῶν | βουκαίων | ||||
δοτική | τῷ | βουκαίῳ | τοῖς | βουκαίοις | ||||
αιτιατική | τὸν | βουκαῖον | τοὺς | βουκαίους | ||||
κλητική ὦ! | βουκαῖε | βουκαῖοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βουκαίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | βουκαίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβουκαῖος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- αγελαδάρης, βουκόλος
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Νίκανδρος ὁ Κολοφώνιος Θηριακά, στ. 5, @scaife.perseus
- βουκαῖός τ’ ἀλέγοι καὶ ὀροιτύπος, εὖτε καθ’ ὕλην
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Νίκανδρος ὁ Κολοφώνιος Θηριακά, στ. 5, @scaife.perseus
- που οργώνει το χωράφι με βόδια
Πηγές
επεξεργασία- βουκαῖος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βουκαῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.