οργώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οργώνω < μεσαιωνική ελληνική οργώνω[1] [2] < ὄργον < αρχαία ελληνική ἔργον[3]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oɾˈɣo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐γώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαοργώνω, αόρ.: όργωσα, παθ.φωνή: οργώνομαι, π.αόρ.: οργώθηκα, μτχ.π.π.: οργωμένος
- δημιουργώ παράλληλα βαθιά αυλάκια σε ένα χωράφι πριν τη σπορά με σκοπό να ανακατέψω και να αερίσω το χώμα
- ⮡ έζεψαν τα βόδια στο αλέτρι και άρχισαν να οργώνουν
- (μεταφορικά) διασχίζω πολλές φορές μια έκταση
- ⮡ ο γερο—ναυτικός είχε οργώσει τις θάλασσες
Συγγενικά
επεξεργασία- ανοργωσιά
- ανόργωτος
- καλοργώνω
- κυκλοργώνω
- όργωμα
- οργωμένος
- όργωση
- οργωσιά
- οργώσιμος
- οργωτής
- τρισόργωτος
- φρεσκοοργωμένος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | οργώνω | όργωνα | θα οργώνω | να οργώνω | οργώνοντας | |
β' ενικ. | οργώνεις | όργωνες | θα οργώνεις | να οργώνεις | όργωνε | |
γ' ενικ. | οργώνει | όργωνε | θα οργώνει | να οργώνει | ||
α' πληθ. | οργώνουμε | οργώναμε | θα οργώνουμε | να οργώνουμε | ||
β' πληθ. | οργώνετε | οργώνατε | θα οργώνετε | να οργώνετε | οργώνετε | |
γ' πληθ. | οργώνουν(ε) | όργωναν οργώναν(ε) |
θα οργώνουν(ε) | να οργώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | όργωσα | θα οργώσω | να οργώσω | οργώσει | ||
β' ενικ. | όργωσες | θα οργώσεις | να οργώσεις | όργωσε | ||
γ' ενικ. | όργωσε | θα οργώσει | να οργώσει | |||
α' πληθ. | οργώσαμε | θα οργώσουμε | να οργώσουμε | |||
β' πληθ. | οργώσατε | θα οργώσετε | να οργώσετε | οργώστε | ||
γ' πληθ. | όργωσαν οργώσαν(ε) |
θα οργώσουν(ε) | να οργώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω οργώσει | είχα οργώσει | θα έχω οργώσει | να έχω οργώσει | ||
β' ενικ. | έχεις οργώσει | είχες οργώσει | θα έχεις οργώσει | να έχεις οργώσει | έχε οργωμένο | |
γ' ενικ. | έχει οργώσει | είχε οργώσει | θα έχει οργώσει | να έχει οργώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε οργώσει | είχαμε οργώσει | θα έχουμε οργώσει | να έχουμε οργώσει | ||
β' πληθ. | έχετε οργώσει | είχατε οργώσει | θα έχετε οργώσει | να έχετε οργώσει | έχετε οργωμένο | |
γ' πληθ. | έχουν οργώσει | είχαν οργώσει | θα έχουν οργώσει | να έχουν οργώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) οργωμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) οργωμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) οργωμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) οργωμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | οργώνομαι | οργωνόμουν(α) | θα οργώνομαι | να οργώνομαι | ||
β' ενικ. | οργώνεσαι | οργωνόσουν(α) | θα οργώνεσαι | να οργώνεσαι | ||
γ' ενικ. | οργώνεται | οργωνόταν(ε) | θα οργώνεται | να οργώνεται | ||
α' πληθ. | οργωνόμαστε | οργωνόμαστε οργωνόμασταν |
θα οργωνόμαστε | να οργωνόμαστε | ||
β' πληθ. | οργώνεστε | οργωνόσαστε οργωνόσασταν |
θα οργώνεστε | να οργώνεστε | (οργώνεστε) | |
γ' πληθ. | οργώνονται | οργώνονταν οργωνόντουσαν |
θα οργώνονται | να οργώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | οργώθηκα | θα οργωθώ | να οργωθώ | οργωθεί | ||
β' ενικ. | οργώθηκες | θα οργωθείς | να οργωθείς | οργώσου | ||
γ' ενικ. | οργώθηκε | θα οργωθεί | να οργωθεί | |||
α' πληθ. | οργωθήκαμε | θα οργωθούμε | να οργωθούμε | |||
β' πληθ. | οργωθήκατε | θα οργωθείτε | να οργωθείτε | οργωθείτε | ||
γ' πληθ. | οργώθηκαν οργωθήκαν(ε) |
θα οργωθούν(ε) | να οργωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω οργωθεί | είχα οργωθεί | θα έχω οργωθεί | να έχω οργωθεί | οργωμένος | |
β' ενικ. | έχεις οργωθεί | είχες οργωθεί | θα έχεις οργωθεί | να έχεις οργωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει οργωθεί | είχε οργωθεί | θα έχει οργωθεί | να έχει οργωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε οργωθεί | είχαμε οργωθεί | θα έχουμε οργωθεί | να έχουμε οργωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε οργωθεί | είχατε οργωθεί | θα έχετε οργωθεί | να έχετε οργωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν οργωθεί | είχαν οργωθεί | θα έχουν οργωθεί | να έχουν οργωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι οργωμένος - είμαστε, είστε, είναι οργωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν οργωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν οργωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι οργωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι οργωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι οργωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι οργωμένοι |
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οργώνω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ οργώνω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ οργώνω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ ή < αρχαία ελληνική ὀργάω· βλ. οργώνω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.