όργωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | όργωμα | τα | οργώματα |
γενική | του | οργώματος | των | οργωμάτων |
αιτιατική | το | όργωμα | τα | οργώματα |
κλητική | όργωμα | οργώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- όργωμα < μεσαιωνική ελληνική όργωμα[1] [2] < οργώνω < ὄργον < αρχαία ελληνική ἔργον[3]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈor.ɣo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : όρ‐γω‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
όργωμα ουδέτερο
- η κατεργασία του εδάφους με γεωργικά μηχανήματα, (τρακτέρ, άροτρο, δισκάροτρο), με σκοπό την αναμόχλευσή του και το αναποδογύρισμά του
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ όργωμα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ οργώνω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ ή < αρχαία ελληνική ὀργάω· βλ. οργώνω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.