άροτρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άροτρο | τα | άροτρα |
γενική | του | άροτρου & αρότρου |
των | άροτρων & αρότρων |
αιτιατική | το | άροτρο | τα | άροτρα |
κλητική | άροτρο | άροτρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άροτρο < αρχαία ελληνική ἄροτρον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάροτρο ουδέτερο
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- άροτρο στη Βικιπαίδεια
- υνί