Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
plug plugs

plug (en)

  1. το βύσμα, το φις, εξάρτημα εφοδιασμένο με μεταλλικές προεξοχές που μπαίνουν σε αντίστοιχες υποδοχές μιας πρίζας
    ⮡  a male/female plug - αρσενικό/θηλυκό βύσμα
    ⮡  Put the plug in the outlet.
    Βάλε το φις στην πρίζα.
    ⮡  The plug doesn’t fit the outlet.
    Το φις δεν ταιριάζει στην πρίζα.
     αντώνυμα: socket
  2. το βύσμα, ένα μικρό αντικείμενο που συνδέει ένα καλώδιο από ένα κομμάτι μιας ηλεκτρικής συσκευής σε ένα άνοιγμα σε ένα άλλο
    ⮡  headphones with a 3.5mm headphone plug - ακουστικά με βύσμα ακουστικών 3,5 χλστ.
     συνώνυμα: → δείτε τον όρο jack plug
  3. η τάπα, το βούλωμα
    ⮡  the washbasin plug - η τάπα του νιπτήρα
    ⮡  Give me the plug so I can close the bottle.
    Δώσε μου το βούλωμα, για να κλείσω το μπουκάλι.
  4. ...
ενεστώτας plug
γ΄ ενικό ενεστώτα plugs
αόριστος plugged
παθητική μετοχή plugged
ενεργητική μετοχή plugging

plug (en)

  1. (συχνά με up) βουλώνω, φράζω, κλείνω μια τρύπα με μια ουσία ή ένα κομμάτι υλικού που εφαρμόζει σφιχτά
    ⮡  Make sure you don’t plug (up) the drain.
    Κοίτα να μη βουλώσεις το νεροχύτη.
    ⮡  My nose is plugged up.
    Η μύτη μου είναι βουλωμένη.
    ⮡  The chimney was plugged with soot.
    Η καμινάδα έφραξε από την καπνιά.
    ⮡  Did you plug the leak?
    Έκλεισες τη διαρροή;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη block
  2. (ανεπίσημο) διαφημίζω, προωθώ κάτι για να ενθαρρύνω τον κόσμο να το αγοράσει ή να το δει
    ⮡  He plugged his film on the radio.
    Διαφήμισε το φιλμ του στο ραδιόφωνο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη advertise



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

plug (ro)