βύσμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βύσμα | τα | βύσματα |
γενική | του | βύσματος | των | βυσμάτων |
αιτιατική | το | βύσμα | τα | βύσματα |
κλητική | βύσμα | βύσματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βύσμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βύσμα (βούλωμα)[1] < βύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈvi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βύ‐σμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβύσμα ουδέτερο
- (ηλεκτρολογία) αρσενική υποδοχή λήψης ρεύματος
- ≈ συνώνυμα: φις, ρευματολήπτης
- κομμάτι από κάποιο υλικό (π.χ. ξύλο ή πλαστικό) που χρησιμοποιείται για να βουλλώνει τρύπες ή άλλα ανοίγματα
- (ιατρική) κυψελίδα που έχει συσσωρευτεί στον έξω ακουστικό πόρο του αφτιού κι εμποδίζει να φτάσει ο ήχος στον υμένα του τύμπανου
- (ιατρική) πώμα από γάζα και βαμβάκι, με το οποίο καλύπτονται σημεία ή κοιλότητες του σώματος που αιμορραγούν
- (αργκό, ιδίως στρατωτική) πρόσωπο που μπορεί να ασκεί επίδραση σε αποφάσεις ή εξελίξεις υπέρ ενός άλλου ατόμου ή ομάδας ατόμων
Συγγενικά
επεξεργασία- βυσματίας
- βυσματικός
- βυσματούχος
- βυσμάτωμα
- βυσματωμένος
- βυσματώνω
- βυσμάτωση
- βυσματωτός
- εκβυσμάτωση
- εμβυσματούμενος
- εμβυσματώσιμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία βύσμα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βύσμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
βῠσματ- | |||||
ονομαστική | τὸ | βύσμᾰ | τὰ | βύσμᾰτᾰ | |
γενική | τοῦ | βύσμᾰτος | τῶν | βυσμᾰ́των | |
δοτική | τῷ | βύσμᾰτῐ | τοῖς | βύσμᾰσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | βύσμᾰ | τὰ | βύσμᾰτᾰ | |
κλητική ὦ! | βύσμᾰ | βύσμᾰτᾰ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βύσμᾰτε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | βυσμᾰ́τοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βύσμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβύσμα, -ατος ουδέτερο
- απόφραξη, φράξιμο, βούλωμα, πώμα
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 3.222, p. 430 @scaife.perseus
- κείνη δὲ ἐξελοῦσα τὸ βύσμα, ἐς τὴν μήτρην ἐνθέσθαι· αὐτὴ δὲ εἰδήσει ὅκου δεῖ· ἔπειτα δὲ πιέζειν τῇ χειρὶ τὴν κύστιν, ἔστ’ ἂν τὸ πῦον ἐκρυῇ ἔξω πᾶν·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Απόσπασμα 299, Απόσπασμα από κωμωδία αποδιδόμενη στον Αριστοφάνη, Ήρωες, @archive.org
- τρέχ' εἰς τὸν οἶνον ἀμφορέα κενὸν λαβὼν | τῶν ἔνδοθεν καὶ βύσμα καὶ γευστήριον, | κἄπειτα μίσθου σαυτὸν ἀμφορεαφορεῖν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Απόσπασμα 24, Απόσπασμα από κωμωδία αποδιδόμενη στον Αριστοφάνη, Αμφιάραος, @archive.org
- πόθεν ἂν λάβοιμι βύσμα τῷ πρωκτῷ φλέων;
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 3.222, p. 430 @scaife.perseus
- (ιατρική) φυτικές ίνες, που χρησιμοποιούνται στην ιατρική
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 2.114, @scaife.perseus
- πρωῒ δὲ πῦρ πολλὸν κατακαύσας, ἐπιτιθέναι· καὶ φλόμου βύσματα ἀπὸ ἐλαιηρῶν κεραμίων, καὶ ἀπὸ τοῦ κνάφου τῶν κναφέων ξύμμισγε καθαρσίων, καὶ τοῦ καρποῦ τοῦ ὄφιος·
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 2.114, @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βύσμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.