↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμβυσματούμενος η εμβυσματούμενη το εμβυσματούμενο
      γενική του εμβυσματούμενου της εμβυσματούμενης του εμβυσματούμενου
    αιτιατική τον εμβυσματούμενο την εμβυσματούμενη το εμβυσματούμενο
     κλητική εμβυσματούμενε εμβυσματούμενη εμβυσματούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμβυσματούμενοι οι εμβυσματούμενες τα εμβυσματούμενα
      γενική των εμβυσματούμενων των εμβυσματούμενων των εμβυσματούμενων
    αιτιατική τους εμβυσματούμενους τις εμβυσματούμενες τα εμβυσματούμενα
     κλητική εμβυσματούμενοι εμβυσματούμενες εμβυσματούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εμβυσματούμενος < εμ- + βύσμα + -ούμενος

  Επίθετο

επεξεργασία

εμβυσματούμενος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία