Φις απλό ευρωπαϊκού τύπου

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fis/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φις ουδέτερο άκλιτο

  • ρευματολήπτης, αρσενικός παραλήπτης ηλεκτρικού ρεύματος ο οποίος προσαρμόζεται σε πρίζα ηλεκτροδότησης-ηλεκτροδοσίας

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία