Φις απλό ευρωπαϊκού τύπου

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φις < (λόγιο δάνειο) γαλλική fiche[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fis/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φις ουδέτερο άκλιτο

  • ρευματολήπτης, αρσενικός παραλήπτης ηλεκτρικού ρεύματος ο οποίος προσαρμόζεται σε πρίζα ηλεκτροδότησης-ηλεκτροδοσίας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία