connector
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
connector (en)
- οτιδήποτε συνδέει δύο συσκευές ή μια συσκευή με το ηλεκτρικό δίκτυο (φις)
- δρόμος που συνδέει σε άλλο δρόμο ταχείας κυκλοφορίας
- (ηλεκτρονική) σύνδεσμος, ζευκτήρας (ηλεκτρική, ηλεκτρονική επαφή)
- υπώνυμα: Molex connector