jack
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
jack | jacks |
jack (en)
- ο γρύλος, η συσκευή ανύψωσης
- ↪ I lifted up the car with the jack to change the tire.
- Σήκωσα το αυτοκίνητο με τον γρύλο για ν' αλλάξω το λάστιχο.
- ↪ I lifted up the car with the jack to change the tire.
- η πρίζα, το βύσμα (ηλεκτρική, τηλεφώνου κλπ)
- ο φάντης, ο βαλές, το τραπουλόχαρτο
- ↪ a jack of hearts/clubs - φάντης κούπα/σπαθί
- ↪ a full house of aces with jacks - φουλ του άσου με βαλέδες
- ο αρσενικός γάιδαρος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- jack στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | jack |
γ΄ ενικό ενεστώτα | jacks |
αόριστος | jacked |
παθητική μετοχή | jacked |
ενεργητική μετοχή | jacking |
jack (en)
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- jack < (άμεσο δάνειο) αγγλική jack
Προφορά
επεξεργασίακαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
jack | jacks |
jack (fr) αρσενικό
- το βύσμα