πρίζα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρίζα | οι | πρίζες |
γενική | της | πρίζας | των | (πριζών) |
αιτιατική | την | πρίζα | τις | πρίζες |
κλητική | πρίζα | πρίζες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρίζα < (λόγιο δάνειο) γαλλική prise[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρίζα θηλυκό
- (γενικότερα) τερματικό ηλεκτρικό εξάρτημα σε σύστημα καλωδιώσεως
- πρίζα τηλεφώνου, πρίζα δικτύου
- ο ρευματοδότης, το ντουί, θηλυκός υποδοχέας τροφοδοσίας ρεύματος
- (καταχρηστικά) ο ρευματολήπτης, το φις
επεξεργασία
- πριζούλα
Σύνθετα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- είμαι στην πρίζα / βάζω κάποιον στην πρίζα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρίζα
- ↑ πρίζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας