socket
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
socket | sockets |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
socket (en)
- η υποδοχή
- η πρίζα, ο ρευματοδότης
- η κοιλότητα ενός οστού, μέσα στην οποία προσαρμόζεται ένα όργανο (π.χ. μάτι, δόντι) ή ένα άλλο οστό