slot
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
slot | slots |
slot (en)
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- (πληροφορική) expansion slot
ενικός | πληθυντικός |
slot | slots |
slot (en)