slot
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
slot | slots |
slot (en)
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- (πληροφορική) expansion slot
Δείτε επίσης επεξεργασία
- slot στην αγγλική Βικιπαίδεια
Δανικά (da) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
slot (da)
- το κάστρο
- (πληροφορική) θυρίδα, σχισμή
Ολλανδικά (nl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
slot (nl) ουδέτερο