Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πολύπριζο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πολύπριζ
ο
τα
πολύπριζ
α
γενική
του
πολύπριζ
ου
των
πολύπριζ
ων
αιτιατική
το
πολύπριζ
ο
τα
πολύπριζ
α
κλητική
πολύπριζ
ο
πολύπριζ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πολύπριζο
<
πολύ-
+
πρίζ(α)
+
-ο
, (
μεταφραστικό δάνειο
)
γαλλική
multiprise
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πολύπριζο
ουδέτερο
άλλη μορφή
του
πολύμπριζο
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
πολύς
και
πρίζα