πολύμπριζο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολύμπριζο < πολύ- + μπρίζ(α) + ο, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική multiprise
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολύμπριζο ουδέτερο
- εξάρτημα διακλάδωσης που συνδέεται με μια πρίζα παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, το οποίο φέρει πολλές ξεχωριστές πρίζες («θέσεις») προκειμένου να δύνεται η δυνατότητα σύνδεσης πολλών ηλεκτρικών συσκευών ταυτόχρονα
Άλλες γραφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
πολύμπριζο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολύμπριζο