Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολύμπριζο τα πολύμπριζα
      γενική του πολύμπριζου των πολύμπριζων
    αιτιατική το πολύμπριζο τα πολύμπριζα
     κλητική πολύμπριζο πολύμπριζα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολύμπριζο < πολύ- + μπρίζ(α) + ο, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική multiprise
 
πολύμπριζο έξι θέσεων, με διακόπτη λειτουργίας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολύμπριζο ουδέτερο

Άλλες γραφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

πολύμπριζο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

  Μεταφράσεις επεξεργασία