Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διακλάδωση οι διακλαδώσεις
      γενική της διακλάδωσης* των διακλαδώσεων
    αιτιατική τη διακλάδωση τις διακλαδώσεις
     κλητική διακλάδωση διακλαδώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διακλαδώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διακλάδωση < (μαρτυρείται από το 1843) 'καθαρεύουσα: διακλάδωσις < θέμα διακλαδω- ή όπως σε ρήμα διακλαδώ(νομαι)[1] ή από ρήμα διακλαδοῦμαι[2] + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική branchement)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðiaˈkla.ðo.si/ & /ðʝaˈkla.ðo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐κλά‐δω‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διακλάδωση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. διακλαδίζω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. διακλάδωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας