διακλαδώνω
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαδιακλαδώνω (παθητική φωνή: διακλαδώνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- αδιακλάδωτος
- διακλάδωση
- διακλαδωτήρας
- → δείτε τη λέξη κλαδί
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διακλαδώνω | διακλάδωνα | θα διακλαδώνω | να διακλαδώνω | διακλαδώνοντας | |
β' ενικ. | διακλαδώνεις | διακλάδωνες | θα διακλαδώνεις | να διακλαδώνεις | διακλάδωνε | |
γ' ενικ. | διακλαδώνει | διακλάδωνε | θα διακλαδώνει | να διακλαδώνει | ||
α' πληθ. | διακλαδώνουμε | διακλαδώναμε | θα διακλαδώνουμε | να διακλαδώνουμε | ||
β' πληθ. | διακλαδώνετε | διακλαδώνατε | θα διακλαδώνετε | να διακλαδώνετε | διακλαδώνετε | |
γ' πληθ. | διακλαδώνουν(ε) | διακλάδωναν διακλαδώναν(ε) |
θα διακλαδώνουν(ε) | να διακλαδώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διακλάδωσα | θα διακλαδώσω | να διακλαδώσω | διακλαδώσει | ||
β' ενικ. | διακλάδωσες | θα διακλαδώσεις | να διακλαδώσεις | διακλάδωσε | ||
γ' ενικ. | διακλάδωσε | θα διακλαδώσει | να διακλαδώσει | |||
α' πληθ. | διακλαδώσαμε | θα διακλαδώσουμε | να διακλαδώσουμε | |||
β' πληθ. | διακλαδώσατε | θα διακλαδώσετε | να διακλαδώσετε | διακλαδώστε | ||
γ' πληθ. | διακλάδωσαν διακλαδώσαν(ε) |
θα διακλαδώσουν(ε) | να διακλαδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διακλαδώσει | είχα διακλαδώσει | θα έχω διακλαδώσει | να έχω διακλαδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις διακλαδώσει | είχες διακλαδώσει | θα έχεις διακλαδώσει | να έχεις διακλαδώσει | ||
γ' ενικ. | έχει διακλαδώσει | είχε διακλαδώσει | θα έχει διακλαδώσει | να έχει διακλαδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διακλαδώσει | είχαμε διακλαδώσει | θα έχουμε διακλαδώσει | να έχουμε διακλαδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε διακλαδώσει | είχατε διακλαδώσει | θα έχετε διακλαδώσει | να έχετε διακλαδώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διακλαδώσει | είχαν διακλαδώσει | θα έχουν διακλαδώσει | να έχουν διακλαδώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διακλαδώνομαι | διακλαδωνόμουν(α) | θα διακλαδώνομαι | να διακλαδώνομαι | ||
β' ενικ. | διακλαδώνεσαι | διακλαδωνόσουν(α) | θα διακλαδώνεσαι | να διακλαδώνεσαι | ||
γ' ενικ. | διακλαδώνεται | διακλαδωνόταν(ε) | θα διακλαδώνεται | να διακλαδώνεται | ||
α' πληθ. | διακλαδωνόμαστε | διακλαδωνόμαστε διακλαδωνόμασταν |
θα διακλαδωνόμαστε | να διακλαδωνόμαστε | ||
β' πληθ. | διακλαδώνεστε | διακλαδωνόσαστε διακλαδωνόσασταν |
θα διακλαδώνεστε | να διακλαδώνεστε | (διακλαδώνεστε) | |
γ' πληθ. | διακλαδώνονται | διακλαδώνονταν διακλαδωνόντουσαν |
θα διακλαδώνονται | να διακλαδώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διακλαδώθηκα | θα διακλαδωθώ | να διακλαδωθώ | διακλαδωθεί | ||
β' ενικ. | διακλαδώθηκες | θα διακλαδωθείς | να διακλαδωθείς | διακλαδώσου | ||
γ' ενικ. | διακλαδώθηκε | θα διακλαδωθεί | να διακλαδωθεί | |||
α' πληθ. | διακλαδωθήκαμε | θα διακλαδωθούμε | να διακλαδωθούμε | |||
β' πληθ. | διακλαδωθήκατε | θα διακλαδωθείτε | να διακλαδωθείτε | διακλαδωθείτε | ||
γ' πληθ. | διακλαδώθηκαν διακλαδωθήκαν(ε) |
θα διακλαδωθούν(ε) | να διακλαδωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διακλαδωθεί | είχα διακλαδωθεί | θα έχω διακλαδωθεί | να έχω διακλαδωθεί | διακλαδωμένος | |
β' ενικ. | έχεις διακλαδωθεί | είχες διακλαδωθεί | θα έχεις διακλαδωθεί | να έχεις διακλαδωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει διακλαδωθεί | είχε διακλαδωθεί | θα έχει διακλαδωθεί | να έχει διακλαδωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διακλαδωθεί | είχαμε διακλαδωθεί | θα έχουμε διακλαδωθεί | να έχουμε διακλαδωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε διακλαδωθεί | είχατε διακλαδωθεί | θα έχετε διακλαδωθεί | να έχετε διακλαδωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διακλαδωθεί | είχαν διακλαδωθεί | θα έχουν διακλαδωθεί | να έχουν διακλαδωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία διακλαδώνω