αδιακλάδωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδιακλάδωτος < α- στερητικό + διακλαδώ(νω) + -τος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ði̯aˈkla.ðo.tos/ & /a.ðʝaˈkla.ðo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δι‐α‐κλά‐δω‐τος
Επίθετο επεξεργασία
αδιακλάδωτος, -η, -ο
- που δεν έχει διακλαδώσεις ή δεν έχει διακλαδωθεί
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις διακλαδώνω και κλαδί
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδιακλάδωτος