ramification
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαramification (en)
- επίπτωση, αντίκτυπος, συνέπειες, επιπτώσεις, επακόλουθα
- επίπτωση που περιπλέκει περισσότερο ένα πρόβλημα
- περαιτέρω προεκβολές γεγονότος (συνήθως προβλήματος μα όχι αναγκαστικά)
- παραγοντοποίηση αρχικής πηγής σε παράγωγα, διακλάδωση
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ramification | ramifications |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαramification (fr) θηλυκό
- η διακλάδωση, η παραφυάδα
- des ramifications sous-terraines