Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διακλάδωσις < διακλαδίζομαι / διακλαδοῦμαι, διακλαδω- + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διακλάδωσις θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία