διακλαδίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιακλαδίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος διακλαδίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διακλαδίζομαι | διακλαδιζόμουν(α) | θα διακλαδίζομαι | να διακλαδίζομαι | ||
β' ενικ. | διακλαδίζεσαι | διακλαδιζόσουν(α) | θα διακλαδίζεσαι | να διακλαδίζεσαι | (διακλαδίζου) | |
γ' ενικ. | διακλαδίζεται | διακλαδιζόταν(ε) | θα διακλαδίζεται | να διακλαδίζεται | ||
α' πληθ. | διακλαδιζόμαστε | διακλαδιζόμαστε διακλαδιζόμασταν |
θα διακλαδιζόμαστε | να διακλαδιζόμαστε | ||
β' πληθ. | διακλαδίζεστε | διακλαδιζόσαστε διακλαδιζόσασταν |
θα διακλαδίζεστε | να διακλαδίζεστε | (διακλαδίζεστε) | |
γ' πληθ. | διακλαδίζονται | διακλαδίζονταν διακλαδιζόντουσαν |
θα διακλαδίζονται | να διακλαδίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διακλαδίστηκα | θα διακλαδιστώ | να διακλαδιστώ | διακλαδιστεί | ||
β' ενικ. | διακλαδίστηκες | θα διακλαδιστείς | να διακλαδιστείς | διακλαδίσου | ||
γ' ενικ. | διακλαδίστηκε | θα διακλαδιστεί | να διακλαδιστεί | |||
α' πληθ. | διακλαδιστήκαμε | θα διακλαδιστούμε | να διακλαδιστούμε | |||
β' πληθ. | διακλαδιστήκατε | θα διακλαδιστείτε | να διακλαδιστείτε | διακλαδιστείτε | ||
γ' πληθ. | διακλαδίστηκαν διακλαδιστήκαν(ε) |
θα διακλαδιστούν(ε) | να διακλαδιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διακλαδιστεί | είχα διακλαδιστεί | θα έχω διακλαδιστεί | να έχω διακλαδιστεί | διακλαδισμένος | |
β' ενικ. | έχεις διακλαδιστεί | είχες διακλαδιστεί | θα έχεις διακλαδιστεί | να έχεις διακλαδιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει διακλαδιστεί | είχε διακλαδιστεί | θα έχει διακλαδιστεί | να έχει διακλαδιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διακλαδιστεί | είχαμε διακλαδιστεί | θα έχουμε διακλαδιστεί | να έχουμε διακλαδιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε διακλαδιστεί | είχατε διακλαδιστεί | θα έχετε διακλαδιστεί | να έχετε διακλαδιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διακλαδιστεί | είχαν διακλαδιστεί | θα έχουν διακλαδιστεί | να έχουν διακλαδιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία διακλαδίζομαι
|