χωρισμός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χωρισμός | οι | χωρισμοί |
γενική | του | χωρισμού | των | χωρισμών |
αιτιατική | τον | χωρισμό | τους | χωρισμούς |
κλητική | χωρισμέ | χωρισμοί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χωρισμός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χωρισμός < χωρίζω < χωρίς[1] ή χῶρος[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /xo.ɾiˈzmos/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χωρισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χωρίζω
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χωρισμός
ΠηγέςΕπεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | χωρισμός | χωρισμώ | χωρισμοί |
Γενική | χωρισμοῦ | χωρισμοῖν | χωρισμῶν |
Δοτική | χωρισμῷ | χωρισμοῖν | χωρισμοῖς |
Αιτιατική | χωρισμόν | χωρισμώ | χωρισμούς |
Κλητική | χωρισμέ | χωρισμώ | χωρισμοί |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χωρισμός αρσενικό
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «χωρισμός» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «χωρισμός» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.