Δείτε επίσης: ἀποχωρισμός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποχωρισμός οι αποχωρισμοί
      γενική του αποχωρισμού των αποχωρισμών
    αιτιατική τον αποχωρισμό τους αποχωρισμούς
     κλητική αποχωρισμέ αποχωρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποχωρισμός < μεσαιωνική ελληνική ἀποχωρισμός < αποχωρίζω + -μός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.xo.ɾiˈzmos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποχωρισμός αρσενικό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποχωρίζω
     συνώνυμα: ξεχώρισμα
  2. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποχωρίζομαι
     συνώνυμα: χωρισμός, απομάκρυνση
  3. απομόνωση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία