isolation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˌaɪsəˈleɪʃən/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαisolation (en)
- η απομόνωση
- (γλωσσολογία) η μορφηματική απομόνωση
- Αντώνυμα: agglutination
- (βάσεις δεδομένων) απομόνωση
Δείτε επίσης
επεξεργασία- (βάσεις δεδομένων) ACID
- isolation στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
isolation | isolations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαisolation (fr) θηλυκό
- η απομόνωση
- (ηλεκτρολογία) η μόνωση