Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

agglutination

  • η συγκόλληση (συνήθως μορφηματική, πχ σκοτοΰλη αντί σκοτεινή ύλη)
    ο συμμορφισμός, (η συμμορφία, ο συμμορφημισμός, η συμμορφήμωση, η συμμορφημάτωση)

Αντώνυμα επεξεργασία

  • isolation (μορφηματική απομόνωση)